- υμνητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που γίνεται για εξύμνηση, ο κατάλληλος για εξύμνηση, ο εγκωμιαστικός, ο επαινετικός: Υμνητικά λόγια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υμνητικός — ή, ό / ὑμνητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑμνητός] επαινετικός, εγκωμιαστικός («αἱ Μοῡσαι θεαὶ καὶ Ἀπόλλων μουσηγέτης καὶ ἡ ποιητικὴ πᾱσα ὑμνητική», Στράβ.). επίρρ... υμνητικώς / ὑμνητικῶς, ΝΑ, και υμνητικά Ν με εγκωμιαστικό τρόπο, με ύμνους … Dictionary of Greek
ὑμνητικόν — ὑμνητικός laudatory masc acc sg ὑμνητικός laudatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητικούς — ὑμνητικός laudatory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητική — ὑμνητικός laudatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητικήν — ὑμνητικός laudatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνητικῶς — ὑμνητικός laudatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξαστικός — ή, ό (AM δοξαστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν) ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο τού όρθρου, τής λιτής και τού εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ… … Dictionary of Greek
εφύμνιος — α, ο (ΑΜ ἐφύμνιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) επωδός ύμνου, το άσμα που συνοδεύει έναν ύμνο («ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) σύντομος ύμνος που ψάλλεται κατά τη… … Dictionary of Greek
υμνητήριος — ον, Μ [ὑμνητήρ] υμνητικός … Dictionary of Greek
εγκωμιαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται σε εγκώμιο, επαινετικός, υμνητικός: Εγκωμιαστικά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)